- ακορνίζωτος
- ακορνίζωτος, -η, -ο και ακορνιζάριστος, -η, -οαυτός που δεν μπήκε σε πλαίσιο (κορνίζα): Ωραία φωτογραφία, αλλά ακορνίζωτη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ακορνίζωτος — η, ο [κορνιζώνω] ο ακορνιζάριστος … Dictionary of Greek